υφορμίζω

υφορμίζω
Α
(μόνον μέσ.) ὑφορμίζομαι
α) μπαίνω στο λιμάνι, προσορμίζομαι
β) μτφ. βρίσκομαι σε έναν τόπο ή, κυρίως, βρίσκομαι κάτω από έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὁρμίζω «φέρνω προς την ξηρά, οδηγώ το πλοίο σε όρμο, ρίχνω άγκυρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υφορμιστήρ — ῆρος, ὁ, Α βαριά πέτρα που προσδένεται κάτω από σχεδία προκειμένου να εξασφαλιστεί έτσι η σταθερότητά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφορμίζω + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

  • υφόρμισις — ίσεως, ἡ, Α [ὑφορμίζω] 1. προσόρμιση πλοίου 2. (κυρίως) όρμος, λιμάνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”