- υφορμίζω
- Α(μόνον μέσ.) ὑφορμίζομαια) μπαίνω στο λιμάνι, προσορμίζομαιβ) μτφ. βρίσκομαι σε έναν τόπο ή, κυρίως, βρίσκομαι κάτω από έναν τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ὁρμίζω «φέρνω προς την ξηρά, οδηγώ το πλοίο σε όρμο, ρίχνω άγκυρα»].
Dictionary of Greek. 2013.